ισοβουτάνιο

ισοβουτάνιο
Οργανική ένωση του τύπου CΉ3CΗ(CΗ3)CΗ3, ισομερής του βουτανίου. Είναι άχρωμο αέριο, έχει σημείο βρασμού –10°C και παρασκευάζεται με αναγωγή του ιωδοϊσοβουτανίου. Χρησιμοποιείται ως ψυκτική ουσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βουτάνιο — Κεκορεσμένος υδρογονάνθρακας, ο οποίος αποτελείται από 4 άτομα άνθρακα σε ευθύγραμμη αλυσίδα και από 10 άτομα υδρογόνου. Ο τύπος του είναι C4H10. Απαντάται στη φύση σε μερικά πετρέλαια μαζί με ένα ισομερές του (ισοβουτάνιο), από το οποίο διαφέρει …   Dictionary of Greek

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

  • τριμεθυλομεθάνιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης ισοβουτάνιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”